- συγγνωμοσύνη
- συγγνωμοσύνη, ἡ,= συγγνώμη, θέσθαι ς. S.Tr.1265 (anap.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συγγνωμοσύνη — ἡ, Α [συγγνώμων, ονος] (ποιητ. τ.) συγγνώμη … Dictionary of Greek
συγγνωμοσύνην — συγγνωμοσύνη fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)